σύφακα

σύφακα
σύφακα
Meaning: γλεῦκος H.
Derivatives: συφακίζειν ὀπωρίζειν (ib.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σύφακα — Σύφαξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μασσανάσσης — (240 π.Χ. – 148 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του βασιλιά της ανατολικής Νουμιδίας, αρχηγού της φυλής των Μασσυλίων. Μεγάλωσε στην Καρχηδόνα, με την οποία ο πατέρας του ήταν σύμμαχος, και αργότερα πολέμησε και ο ίδιος στο πλευρό τους… …   Dictionary of Greek

  • νουμιδία — Αρχαία περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής χωρίς σαφώς καθορισμένα σύνορα (ιδιαίτερα στα Ν), η οποία κατοικείτο από βερβερικές φυλές οργανωμένες σε ανεξάρτητα βασίλεια. Από εκείνες τις φυλές, κατά το β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσαν εκείνες… …   Dictionary of Greek

  • Ασδρούβας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των Καρχηδονίων (; – 221 π.Χ.). Ήταν γαμπρός του Αμίλκα Βάρκα και γυναικάδελφος του Αννίβα. Μετά τον θάνατο του Αμίλκα, ανέλαβε την ηγεσία των καρχηδονικών δυνάμεων στην Ισπανία (228 π.Χ.). Τον σκότωσε ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”